- ὑπορέμβομαι
- ὑπορέμβομαι,A wander, πρὸς τὴν ἀγορὰν ἀσμένως Chor.p.122 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπορέμβομαι — Α περιπλανώμαι («πρὸς τὴν ἀγορὰν ἀσέμνως ὑπορεμβόμενος», Χορίκ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥέμβομαι «τριγυρνώ, περιπλανιέμαι»] … Dictionary of Greek